Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

"Τίμων ο Αθηναίος" Σαίξπηρ


Ο Σαίξπηρ  κινείται σε ένα κοινόχρηστο θέμα με τη διαφορά ότι το εντάσσει μέσα στο οικονομικό σύστημα της εποχής του και το φωτίζει από την κοινωνική συγκρότηση της εποχής αυτής. Είναι η εποχή που εμφανίζονται στη χώρα έντονες αντινομίες από το πέρασμα στην εμπορευματική οικονομική ζωή. Το έργο μελετά τις ανθρώπινες σχέσεις όπως διαμορφώνονται από αυτή τη νέα δομή. Ο Τίμων και οι φίλοι του ανήκουν σε μια κοινωνική τάξη που βρίσκεται σε παρακμή. Ο Τίμων  από την πλευρά του στηρίζει τη φιλοσοφία της ζωής σε έναν ηθικό κώδικα που απορρέει από την πίστη πως ο κόσμος είναι αμετακίνητος και σταθερός.  Οι «φίλοι» του όμως έχουν προσχωρήσει στο νέο πνεύμα που πηγάζει από την αντίληψη πως ο κόσμος αλλάζει και ο ηθικός κώδικας συγκροτείται με βάση τις ανταλλακτικές σχέσεις και την κυμαινόμενη αξία των αγαθών της αγοράς. Κι όταν ο Τίμων χάσει τα υπάρχοντά του, υποχρεωτικά θα αρνηθεί και τον ηθικό του κώδικα. Είναι προδομένος, επειδή έμεινε αναχρονιστικά δεμένος σε έναν ξεπερασμένο κώδικα ζωής. Ένας άνθρωπος που πίστεψε σε ιδανικό, με τον τρόπο που πιστεύει πάντα ο αληθινός ιδεολόγος, δεν μπορεί πια να ζήσει έπειτα απ’ την καταστροφή του ιδανικού του: φεύγει απ’ τους ανθρώπους και καταριέται την ανθρωπότητα. Λέει κατάρες φοβερές για μικρούς και μεγάλους, γι’ αθώους κι ενόχους, για γεννημένους κι αγέννητους. Αυτός που τον γνωρίσαμε σεμνό, καλόκαρδο και γλυκομίλητο, ξεστομίζει τώρα φοβερά κι αισχρά αναθέματα και φεύγει απ’ την Αθήνα, με μόνο εφόδιό του το μίσος. Εκεί, στην άγρια φύση, που καταφεύγει για να κρύψει την ύπαρξή του από μάτια ανθρώπινα, δε βλέπει πια τίποτα που να μπορεί να τον κρατήσει στη ζωή. Για να μας δείξει ο ποιητής πως δεν είναι ο χαμός του πλούτου που έκανε τον ήρωα του δυστυχισμένο, του βάζει μπροστά του πάλι μεγάλο θησαυρό, που μ’ αυτόν μπορεί πάλι να έχει δόξες, μεγαλεία, ακόμη και να εκδικηθεί. Έρχονται οι άρχοντες της Αθήνας και του προσφέρουν την ανώτατη εξουσία.
ΤΙΜΩΝ ΚΑΙ ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΕΣ
Β΄ ΓΕΡ.   Τίμων, σε χαιρετάει η γερουσία της Αθήνας.
ΤΙΜΩΝ    Ευχαριστώ·  κι ας ήταν να τους στείλω την πανούκλα
              πίσω, αν  μπορούσα να την έπιανα απ’ τους ίδιους.
Α΄ ΓΕΡ.   Ω, ξέχασε ό,τι μας λύπει κι εμάς για λόγου μας
               σε βάρος σου. Οι γερουσιαστές με αγάπη ομόφωνη
               σε ικετεύουν να γυρίσεις στην Αθήνα·
               κι έχουν σκεφτεί ειδικά αξιώματα, που μένουν
               ελεύθερα, να πιάσουν πιο καλά σε σένα τόπο.
Β΄ ΓΕΡ.   Ομολογούν πως φέρθηκαν αχάριστα όλοι τους
               σε σένα χοντρικά· και τώρα η πολιτεία,
               που σπάνια κάνει αποκατάσταση, όμως νιώθοντας
               στον ίδιο τον εαυτό της τι’ ναι να της λείπει
               του Τίμωνα η βοήθεια, συναισθάνεται όλο
               το σφάλμαν της που αρνήθη συνδρομή στον Τίμωνα·
               και στέλνει εμάς μ’ έκφραση λύπης κι ανταπόδοση
               πιο καρποφόρα απ’ όσο η προσβολή βαραίνει
               και ζυγιασμένη με το δράμι·  ναι, και πλούτο
               σωρούς κι αγάπη τόση που να βγάλουν
               τ’ άδικα που σου κάναν και να γράψουν μέσα σου
               γράμματα αγάπης για να τους διαβάζεις πάντοτε
               δικούς σου.
ΤΙΜΩΝ   Με γοητεύετε·  μ’ εκπλήσσετε ως το ακρόχειλο
             των δακρύων: δανείστε μου καρδιά τρελού και μάτια
              γυναίκας και θα κλάψω τούτες τις παρηγοριές,
              άξιοι γερουσιαστές.
Α΄ ΓΕΡ.   Για τούτο ευαρεστήσου, γύρισε μαζί μας,
              να γίνεις της Αθήνας μας – δικιάς μας και δικιάς σου-
               ο αρχηγός, δεχτός μ’ ευχαριστίες, ντυμένος
               μ’ απόλυτη εξουσία, και το καλό σου τ’ όνομα
               να ζει στο μεγαλείο: κι αμέσως θ’ αποκρούσουμε
               τις άγριες επιθέσεις του Αλκιβιάδη·
               που σαν παράγριος κάπρος ξεριζώνει την
               ειρήνη της πατρίδας του.
Β΄ ΓΕΡ.   Και φοβερίζοντας κουνάει το σπαθί του
                κατά το τείχος της Αθήνας.
Α΄ ΓΕΡ.   Για τούτο, Τίμων –
ΤΙΜΩΝ   Ε, ναι, το θέλω, κύριοι· θέλω, κύριοι, ακούστε:
             αν ο Αλκιβιάδης σφάζει τους πατριώτες μου,
            να μάθει ο Αλκιβιάδης απ’ τον Τίμωνα
            τούτο: το πως ο Τίμων αδιαφορεί.
            Όμως αν διαγουμίσει την ωραία Αθήνα μας
            και πιάσει τους γερόντους μας απ’ τις γενιάδες
            και ρίξει τις αγνές παρθένες μας στη λάσπη
            του αισχρού, χτηνώδους, παλαβού πολέμου, τότε
            ας μάθει, και να ειπείτε πως το λέει ο Τίμων,
            από σπλαχνιά για τους γερόντους και τη νιότη μας,
 πως δε μπορώ να κάνω αλλιώς παρά του λέω
 πως δε με νοιάζει κι ας το πάρει στο χειρότερο·
 αδιαφορώ για τις λεπίδες τους ενόσω
 έχετε σεις λαιμούς γι’ αυτές· όσο για μένα
 κι ένα σουβλί μες στον ανήσυχο ομαλό
 εγώ το δοξάζω, το λατρεύω πάνω κι από
 τον πιο σεβάσμιον λαιμό μες στην Αθήνα.
 Ναι, κι έτσι σας αφήνω
 στην προστασία των μακάριων θεών σαν κλέφτες
 στους φύλακές τους.
ΤΙΜΩΝ        Μα εγώ ΄γραφα το επίγραμμα του τάφου μου· αύριο
                  θα φαίνεται· η πολυκαιρινή μου αρρώστια.
                  η υγεία κι η ζωή, αρχίζει να διορθώνεται:
                  το τίποτα θα μου τα φέρει όλα. Δρόμο!
                  Ζείτε συνέχεια· ο Αλκιβιάδης να’ ναι
                  πληγή για σας, εσείς γι’ αυτόν κι έτσι να πάει!
Α΄ ΓΕΡ.         Του κακού ό,τι να ειπούμε.
ΤΙΜΩΝ         Μα εγώ αγαπάω τον τόπο μου κι ούτε ευχαρίστηση
                   μου φέρνει η συφορά η κοινή καθώς
                   φήμη κοινή το διάδωσε.
Α΄ ΓΕΡ.         Καλός αυτός ο λόγος.
ΤΙΜΩΝ         Τα χαιρετίσματά μου στους καλούς πατριώτες μου –
Α΄ ΓΕΡ.         Τέτοια ταιριάζουν λόγια να λαλούν τα χείλη σου.
Β΄ ΓΕΡ.         Στ’ αφτιά μας μπαίνουν σαν τρανοί θριαμβευτές
                      στις πύλες που αντηχούν το χειροκρότημα.
ΤΙΜΩΝ         Να μου τους χαιρετίσετε· και πέστε πως
                      για να τους αλαφρώσω από τα βάσανά τους,
                      φόβους από χτυπιές του εχτρού, ζημιές τους, πόνους τους,
                      καημούς του πόθου κι άλλα περιστατικά
                      που το ευκολόσπαστο της φύσης πλοίο τραβάει
                      στο αβέβαιο της ζωής ταξίδι, θέλω να τους κάνω
                      μια χάρη, θα τους μάθω πώς να την προλάβουν
                      την άγρια οργή του Αλκιβιάδη.
Β΄ ΓΕΡ.         Αυτό μ’ αρέσει: θα γυρίσει πίσω!
ΤΙΜΩΝ         Έχω ένα δέντρο μέσα στην αυλή μου
                      που με καλεί ατομική μου χρεία να το ρίξω
                      και θα το κόψω σύντομα· πέστε στους φίλους μου,
                      πέστε το στην Αθήνα, με σειρά στις τάξεις
                      από τα πάνω ως κάτω σε όλους, όσοι θέλουν
                      τη θλίψη να τη σταματήσουν, ας βιαστούν
                      να τρέξουν, πριν αγγίξει πέλεκυς το δέντρο μου,
                      με τους χαιρετισμούς μου.
                      Μη μου ξανάρθετε· μα πέστε στην Αθήνα
                      πως έχει φτιάσει ο Τίμων κατοικιά του αιώνια
                      κατάνακρα στην αρμυρόβρεχτην αχτήν,
                      όπου καθημερινά με τάραχο αφρισμένο
                      η φουσκοθαλασσιά θα τη σκεπάζει· εκεί να’ ρθείτε
                      να ιδείτε στην ταφόπετρά μου τον χρησμό σας.
     Πικρή φωνή μου, όχι άλλο· χεόλη μου, σιωπή.
       Ό,τι στραβό, ας το σιάξει αρρώστια και πληγή:
     τάφους να φτιάχνουν οι άνθρωποι, με θάνατο βραβεία.
      Σβήσε, ήλιε μου. Του Τίμωνα τελειώνει η βασιλεία.


Ο Τίμων δεν δέχεται τίποτα, δεν θέλει τίποτα ν’ ακούσει, δεν έχει παρά μόνον ειρωνεία γι’ αυτούς και τις προτάσεις τους. Στο θάνατο μόνο αποβλέπει και γι’ αυτόν ετοιμάζεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου