Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - Ηρακλής Μαινόμενος

Παρακολούθησα την παράσταση από το εθνικό θέατρο σε σκηνοθεσία Μαρμαρινού στο θέατρο των Συκεών στη Θεσσαλονίκη και πραγματικά τη θεώρησα ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα.


Παραθέτω την υπόθεση από το πρόγραμμα της παράστασης:
Κατά την κάθοδο του Ηρακλή στον Άδη με σκοπό να φέρει στη γη τον Κέρβερο, έπειτα από εντολή του Ευρυσθέα, η οικογένεια του ήρωα βρίσκεται στη Θήβα. Η γυναίκα του Μεγάρα μαζί με τα παιδιά τους και τον πατέρα του τον Αμφιτρύωνα έχουν καταφύγει στο βωμό του Δία. Ο σφετεριστής του θρόνου της Θήβας Λύκος, αφού δολοφόνησε τον άρχοντα της πόλης και πατέρα της Μεγάρας Κρέοντα, έχει αυτοανακηρυχθεί βασιλιάς. Απειλεί να σκοτώσει τον Αμφιτρύωνα, τη Μεγάρα και τα δύο ανήλικα παιδιά της για να απαλλαγεί από το ενδεχόμενο εκδίκησης.Έτσι, στην αρχή του δράματος, η οικογένεια του Ηρακλή φεύγει πανικόβλητη από το παλάτι προς το βωμό του Δία. Οι μόνοι που δείχνουν συμπαράσταση προς τη γενιά του ήρωα είναι οι γέροντες της πόλης. Η αιφνίδια επιστροφή του Ηρακλή από τον Αδη τούς γεμίζει με ελπίδα, καθώς ο Ηρακλής σκοτώνει τον τύραννο Λύκο.

Δύο απεσταλμένες των θεών κάνουν την εμφάνιση τους. Πρόκειται για την'Ιριδα και τη Λύσσα, σταλμένες από την ισόβια εχθρό του ήρωα, τη θεά'Ηρα. Ο Ηρακλής καταλαμβάνεται από μανία και σκοτώνει τη γυναίκα του και τα παιδιά του, νομίζοντας ότι σκοτώνει τη γυναίκα και τα παιδιά του εχθρού του, του Ευρυσθέα. Στο τέλος του δράματος εμφανίζεται ο Θησέας, πιστός φίλος του Ηρακλή, για να του συμπαρασταθεί. Ο Ηρακλής θα δεχτεί να τον ακολουθήσει στην Αθήνα, ενώ ο Αμφιτρύων θα παραμείνει στη Θήβα για να θάψει τους νεκρούς.

Το έργο χρονολογείται μεταξύ 421 και 415 π.Χ., τοποθετείται δηλαδή κοντά στις Τρωάδες, που παρουσιάστηκαν το 415 π.Χ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η αντιμετάθεση στη βιογραφία του ήρωα με τον τρόπο που γίνεται από τον Ευριπίδη, ο οποίος αρεσκόταν στη μεταστροφή της μυθικής παράδοσης. Σύμφωνα με την παραδοσιακή εκδοχή, ο Ηρακλής σκότωσε τη γυναίκα του και τα παιδιά του σε μια κρίση μανίας. Προκειμένου να εξιλεωθεί, όφειλε να πραγματοποιήσει τους γνωστούς άθλους υπηρετώντας τον Ευρυσθέα. Ο Ευριπίδης αντιστρέφει τη σειρά των γεγονότων θέτοντας την κρίση της μανίας μετά την εκτέλεση των άθλων, ως ειρωνικό επισφράγισμα μιας ηρωικής πορείας.

Ο Ηρακλής: Ο εκλεκτός γιος του Θεού. Ο ισχυρότερος από τους ανθρώπους. Ο σωτήρας. Ο ηρωικός. Ο αήττητος. Ο Ηρακλής των δώδεκα άθλων. Αυτός που θέλησε να εκπολιτίσει τον κόσμο. Να τον εξανθρωπίσει και να τον κάνει καλύτερο. Αυτός που πάλεψε με τα τέρατα και βγήκε νικητής.

Το θέατρο ακουμπά στο μικρόφωνο
Με πρωταγωνιστές τον χορό κι ένα μικρόφωνο στον δρόμο για την κατάκτηση της Επιδαύρου 
 

Οποιος δεν είχε παρακολουθήσει τα περί την παράσταση του «Ηρακλή», με τις αντιρρήσεις του ΚΑΣ για λεωφορεία, σκυλιά, άσπρα άλογα μέσα στην αρχαία ορχήστρα, θα ξαφνιάστηκε ίσως με το λεωφορείο ΚΤΕΛ του ’60 που στάθμευσε ορατό από το κοίλον αλλά εκτός θεάτρου, αποβίβασε τον θίασο και παρέμεινε εκεί φωτισμένο σ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Δεύτερη φορά φέτος στην Επίδαυρο, θίασος μπαίνει στην ορχήστρα με σύγχρονα ρούχα και βαλίτσες. Φανερό, πως κάτι ζωτικό βρίσκεται υπ’ ατμόν; υπό διωγμό; περιπλάνηση; οπισθοδρόμηση; αναμονή;
Στην τελείως κενή ορχήστρα (σκηνικά-κοστούμια Ε. Μανωλοπούλου) μας περιμένει μοναχικό, καχεκτικό δενδρύλλιο με λίγα φύλλα. Σαν ελπίδα, σήμερα. Στον Μπεκετικό του ίσκιο, βουβοί σπασμοί διαπερνούν την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (την ηθοποιό; τον ρόλο της Μεγάρας;) και την ρίχνουν στο χώμα. Ο Μηνάς Χατζησάββας (Αμφιτρύων) πλησιάζει ένα μικρόφωνο με πόδι, και με απαλή, τρυφερή σχεδόν φωνή αυτοπαρουσιάζεται εξιστορώντας μας τα πριν, τα μετά και τα τώρα. Την αρπαγή της εξουσίας από τον Λύκο (κατά την απουσία του Ηρακλή στο Κάτω Κόσμο) και την απόφασή του να ξεκληρίσει τον οίκο του ημίθεου-ήρωα των ανθρώπων. Ηδη μια έκπληξη αυτή η αντίθεση ύφους-περιεχομένου, αυτός ο παρηγορητικός τόνος της φωνής, άποψη και σχόλιο (;) στον διαδεδομένο τρόπο του θεάτρου σήμερα, αντί λόγου να βγάζει άναρθρες κραυγές από μικροφώνου, στο προσκήνιο.
Οι πλέον γέροντες 
Την απαλή εξιστόρηση σκληρότατης μοίρας συμπληρώνει (από το ίδιο μικρόφωνο) η απελπισμένη κοσμιότητα της νύφης του, Μεγάρας, που τον προτρέπει να τελειώνουν πια με τη θανατική τους καταδίκη. Ακολουθεί ο χορός των γερόντων, ίσως των πλέον γερόντων και πλέον ανήμπορων της ελληνικής τραγωδίας, που καταδικάζοντας τα γηρατειά αδυνατούν να υπερασπιστούν την πόλη και την οικογένεια του Ηρακλή.
Ανάμεσά τους όμως ο Μαρμαρινός έχει προσθέσει και νέους, ενεργούς, δυναμικότατους, που απορώ γιατί δεν αντιστέκονται αντί να σχολιάζουν και να παίζουνε τα δεκανίκια των γερόντων. Ερχεται και η σειρά του τύραννου Λύκου (Γ. Γάλλος) στο μικρόφωνο, που με σαρδόνια ηρεμία απειλεί, καταδικάζει, διαχέει χαμηλόφωνο τρόμο καθώς προετοιμάζει την ατιμωτική πυρά για τα τρία αγόρια, τη γυναίκα και τον γέροντα πατέρα του Ηρακλή.
Μόνη παραχώρηση στους μελλοθάνατους, η άδεια να νεκροστολιστούν, μητέρα και παιδιά, μες στο παλάτι απ’ όπου έχουν εκδιωχθεί. Πολλές οι ικεσίες του Αμφιτρύωνα προς τον ομόκλινό του Δία και μομφές για τη θεϊκή απουσία του, τώρα, στην ανάγκη. Ο χορός των συντηρητικών γερόντων (προεξάρχων Γιάννης Βογιατζής) επιλέγει ν’ απαριθμήσει δοξαστικά τους άθλους του Ηρακλή, ορχούμενος ασταθώς και άδοντας γιορτής τραγούδι αντί θρήνου. Ευκαιρία για την ανάπτυξη αντιστικτικού χορού (γέροι-νέοι) από τον σκηνοθέτη υπό τη ζωντανή, εμπνευσμένων υπαινιγμών μουσική του Δ. Καμαρωτού και την επιμέλεια κίνησης του Κ. Ρήγου.
Ευκαιρία για αποθέωση της σχέσης συλλογικό-ατομικό, που χρόνια τώρα μελετά κι εφαρμόζει -περισσότερο ή λιγότερο εύστοχα- πάντως πρωτοπόρα ο Μαρμαρινός. Κι εμμονικά προσηλωμένα βέβαια, αν κρίνει κανείς από το σχοινοτενές των δράσεων του χορού, «συμπτωματικό συνονθύλευμα ανθρώπων μιας πόλης που θα μπορούσες να τους συναντήσεις στα φανάρια, σε μια στάση λεωφορείου, κλπ., μέλη ενός κρυφού χορού μιας κάποιας τραγωδίας, ραψωδοί πάσης μνήμης απαγορευμένης, απαρνημένης, πεισμόνως συντηρημένης», που δεν χόρταινε (με τραγουδάκια, φράσεις άλλων, συλλογικές ή ατομικές φαντασιώσεις) να λαϊκίζει και να επαναλαμβάνεται, συχνά αυτοκαταργούμενος.
Αγριο παραμύθι 
Η ευριπίδεια αντιστροφή του μύθου (πρώτα οι άθλοι, μετά η τεκνοκτόνα μανία του Ηρακλή) εγγυώνται ένα από τα πιο τραγικά και άγρια παραμύθια της αρχαίας γραμματείας. Το εκκύκλημα με τους νεκροστολισμένους βγαίνει σε θρηνητικό γύρο της ορχήστρας, με οδηγό τον τρεμάμενο γέροντα Αμφιτρύωνα. Τότε εμφανίζεται απρόσμενα ο Ηρακλής από τον Αδη, δίχως λεοντή και ρόπαλο, αποκαμωμένος από τους άθλους (μόχθους).
Το εκκύκλημα μετατρέπεται σε πάλκο πανηγυριώτικο, τι άλλο; Αοπλος, εξανθρωπισμένος, μικρόσωμος σχεδόν, ο Νίκος Καραθάνος, ακούει και δεν καθυστερεί. Μπαίνει στο παλάτι, στήνει ενέδρα στον Λύκο κι εμείς πασχίζουμε να μάθουμε από τον φλύαρο χορό και τις ζητωκραυγές του, τον φόνο του τυράννου. Μέχρι που μπαίνουν οι απεσταλμένες της Ηρας, Ιρις (Στεφανία Γουλιώτη) και Λύσσα (Θεοδώρα Τζήμου), ανατρέποντας το καλό τέλος και μετατρέποντας το ύφος σε κραυγαλέο και ασαφές τόσο, που χάνεται η αρχική άρνηση της Λύσσας (!) να κάνει τον Ηρακλή, μαινόμενο φονιά των δικών του!
Πειστική και εξαιρετικά ερμηνευμένη η ταύτιση ρόλου Ηρακλή-Αγγέλου από τον Καραθάνο όπως και η τραγική του αφύπνιση. Στο αρχικό, χαμηλών τόνων αλλά πυκνών ημιτονίων ύφος, και ο Θησέας (Θ. Αθερίδης) πείθει τον Ηρακλή να μην αυτοκτονήσει αλλά ν’ αγωνιστεί για τον μέγιστο άθλο των θνητών: τη ζωή. Ισως και για ένα όνομα, αφού έως τώρα γύριζε τα πέρατα του κόσμου ως Ηρας-κλέος (δόξα), περιώνυμος αλλά ανώνυμος. Οπως εμείς, προγόνων απόγονοι, με δάνεια ονόματα και δόξα από τη δική τους. Μια παράσταση, που τράβηξε καμιά ώρα παραπάνω, άνοιξε όμως λογαριασμούς με την ερμηνεία του αρχαίου δράματος.
Της Αννυς Kολιτσιδοπουλου


Να προσθέσω ότι στην παράσταση στη Θεσσαλονίκη ο θίασος δεν προσήλθε με λεωφορείο.

Παραθέτω το μονόλογο της Μεγάρας, συζύγου του Ηρακλή, από την τραγωδία  Ηρακλής Μαινόμενος, που διαγράφει το μεγαλειώδες ήθος της. Έρχεται να αντικρούσε όσους κατηγορούν τον Ευριπίδη για μισογυνισμό και για απεικόνιση ταπεινών και αντιηρωικών γυναικείων χαρακτήρων. Να σημειώσουμε βέβαια πως η απόφαση της Μεγάρας να υποκύψει στο θάνατο μαζί με τα παιδιά και τον πεθερό της δεν είναι παρορμητική απόφαση αλόγου θάρρους, αλλά προέρχεται από μια διαδικασία σχεδόν ορθολογική. Η γυναίκα, σταθμίζοντας τα δεινά που περιμένουν την ίδια και τα παιδιά αν επιζήσουν, την ντροπή δηλαδή, την εξορία και τη φτώχεια, προτιμά το θάνατο.  


ΜΕΓΑΡΑ (στίχοι 275-311)
 Γέροντες, σας παινεύω∙ για τους φίλους
δίκαια πρέπει οι φίλοι να θυμώνουν·
  μα να μην πάθετε κακό φιλονικώντας  
  για χάρη μας με τους αφέντες. Άκου
τη γνώμη μου, Αμφιτρύωνα, αν νομίζεις
ότι μιλώ σωστά. Τα τέκνα μου αγαπάω·
πώς όχι; Εγώ τα γέννησα και τα 'χω
θρέψει με μόχθους· όμως λογαριάζω
το θάνατο κακό μεγάλο κι όποιος
στη μοίρα του αντιστέκεται, νομίζω
  πως είναι ανέμυαλος. Αν μας προσμένει  
αφανισμός, δεν πρέπει να χαθούμε
μέσα στις φλόγες κι έτσι γίνουμε όλοι
των εχθρών μας περίγελο, που είναι 
   χειρότερο απ' το θάνατο για μένα. 
  Στο σπίτι μας πολλές τιμές χρωστάμε·
  δόξα λαμπρή εσύ κέρδισες στη μάχη
  και σα δειλός δεν πρέπει να πεθάνεις.
  0 ξακουσμένος μου άντρας δε θα θέλει
  ν' αφήσει τα παιδιά του να σωθούνε
  δίχως τιμή. Ο ευγενικός πατέρας,
  τα τέκνα του αν ντροπιάζονται, πονάει
  κι εγώ στον άντρα μου πρέπει να μοιάσω.
 Σκέψου πως την ελπίδα σου εξετάζω·  
 θαρρείς πως θα 'ρθει ο γιος σου από τον Αδη; 
 Ποιος πεθαμένος γύρισεν εκείθε;
 Να πραΰνουμε τούτον με τα λόγια;
 Καθόλου·  από χυδαίο εχθρό σου πρέπει
 μακριά να στέκεις· στους σοφούς μονάχα
 να υποχωρείς και στους σωστά θρεμμένους·
  γιατί πιο εύκολα έτσι την καρδιά τους
 θ' αγγίξεις κι ό,τι θες θα το πετύχεις.
  Σκέφτηκα να γυρέψω για τα τέκνα
 να φύγουν απ' τη χώρα, μα και τούτο
 κακό, να ντύσουμε τη σωτηρία
 με την πανάθλια φτώχεια· μια μονάχα
 μέρα λεν πως γελούν γλυκά των ξένων
 τα πρόσωπα σ' αυτούς που χωρίς φίλους
 πλανιούνται εξόριστοι. Μαζί μας δέξου
 το θάνατο που σε προσμένει. Γέρο,
 την αψηλή σου τη γενιά θυμίζω·
 όποιος πασκίζει με τη βία να πάρει
 απ' τους θεούς την ευτυχία, θάρρος έχει,
 μα είναι θάρρος άμυαλο· κανένας
 το γραφτό του δεν μπορεί να το ξεγράψει.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου