Κυριακή 22 Μαΐου 2011

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - Ντανίλο Κις

«Από παιδί ακόμα είχα μία νοσηρή υπερευαισθησία και η φαντασία μου μετέτρεπε τα πάντα σε ανάμνηση. Κάποιες φορές αρκούσε μία μόνο ημέρα, το διάστημα μεταξύ μερικών ωρών, μία συνηθισμένη αλλαγή τόπου, ώστε ένα καθημερινό γεγονός του οποίου τη λυρική αξία δεν ένιωθα όσο ζούσε μέσα μου να στεφανωθεί ξαφνικά με μια υπέροχη ηχώ... Δυο μέρες στην περίπτωσή μου, ήταν αρκετές για να αποκτήσουν τα πράγματα το έλεος της ανάμνησης.»
   Danilo Kis

 Ο Ντανίλο Κις είναι σέρβος συγγραφέας (Σούμποτιτσα 1935 - Παρίσι 1989). Δεν πρόλαβε να ζήσει τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Δεν μίλησε γι'αυτήν, αν και ο ίδιος υπήρξε καθαρόαιμο παιδί της. Γεννήθηκε  από πατέρα Εβραίο που χάθηκε στο Άουσβιτς και μητέρα από το Μαυροβούνιο. Όπως λέει ο ίδιος στη «σύντομη αυτοβιογραφία» του: 
« Όταν ήμουν τεσσάρων χρονών (το 1939), την εποχή των αντισημιτικών νόμων στην Ουγγαρία, οι γονείς μου με είχαν βαφτίσει στην ορθόδοξη Εκκλησία της Αναστάσεως του Νόβι Σαντ και το γεγονός αυτό μου είχε σώσει τη ζωή.» Στο σταυροδρόμι τόσων θρησκειών και τόσων πατρίδων, ο Κις θα υπηρετήσει με το έργο του τη μοναδική του πατρίδα, τη λογοτεχνία. Για να γίνει ένας από τους πιο καθαρόαιμους και πιο ιδιότυπους λογοτέχνες του δευτέρου μισού τού εικοστού αιώνα.



Χαρακτηρίζεται από έντονο προσωπικό ύφος, το οποίο επηρεάζεται όμως και από τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα. Το πρώτο μυθιστόρημά του Ο κήπος, η στάχτη εκδόθηκε το 1965. Εμπνέεται συχνά από πραγματικά γεγονότα και ειδικότερα από το φαινόμενο των στρατοπέδων συγκέντρωσης και τη μοίρα των Εβραίων της πεδιάδας του Δούναβη, στην εποχή του Χίτλερ και του Στάλιν. 






Εξέδωσε επίσης το μυθιστόρημα Η κλεψύδρα και τη συλλογή διηγημάτων Ένας τάφος για τον Μπόρις  Νταβίντοβιτς σχετικά με τα θέματα αυτά.

 



Για το λακωνικό αριστούργημά του Ενας τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς ο κορυφαίος αμερικανός κριτικός Ιρβινγκ Χάου είχε πει: «Είναι ένα πρώτης κατηγορίας βιβλίο, από τα καλύτερα πράγματα που διάβασα σχετικά με την εμπειρία του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη». Και η Σούζαν Σόνταγκ: «Ο Κις ανήκει στους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού μεγάλους συγγραφείς το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα». Τα επτά αλληλένδετα αφηγήματα του βιβλίου εκτυλίσσονται στην Ανατολική Ευρώπη και αναφέρονται στους διωγμούς που εξαπολύθηκαν εναντίον φίλων και αντιπάλων την εποχή της έξαρσης του σταλινισμού. Ο Κις έλεγε πως είναι η απάντησή του στην Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας του Μπόρχες. Μέσα από τις ιστορίες του, βασισμένες σε πραγματικά περιστατικά, συμπεραίνει ότι η παγκόσμια ατιμία είναι η ίδια η Ιστορία που καταβροχθίζει τα παιδιά της. Απηχήσεις από το 1984 του Οργουελ, το Μηδέν και το άπειρο του Κέσλερ και το Κόκκινο ιππικό του Μπάμπελ θα βρούμε στο Ενας τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς, όμως ό,τι κυριαρχεί είναι ο διαμελισμός ενός κόσμου όπου η Ιστορία έχει μεταβληθεί σε αστυνομικό χρονικό της εξουσίας μετατρέποντας τους δημίους σε θύματα. Η Ιστορία είναι η κακή μάγισσα που μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε ινδικά χοιρίδια επιβραδύνοντας τον χρόνο και δίνοντάς του αντίστοιχα τα ονόματα: επανάσταση και αντεπανάσταση. Ο Μπρόντσκι θεωρούσε το βιβλίο αυτό απόδειξη του ότι η Κομιντέρν υπήρξε ο Δούρειος Ιππος του 20ού αιώνα. Που σημαίνει: η ιδεολογία ήταν το προπέτασμα καπνού πίσω από το οποίο διαπράχθηκαν εν ψυχρώ και με γραφειοκρατική ακρίβεια αμέτρητα εγκλήματα.

Επίσης εξέδωσε τα Πρώιμα Βάσανα(1970), Po-etika I(1971),  Po-etikaII(1974), To μάθημα της ανατομίας(1978), Εγκυκλοπαίδεια των νεκρών(1983), Οικογενειακό τσίρκο(1993).

Τα «Πρώιμα Βάσανα» είναι μια συλλογή, ομόκεντρων θεματικά, σύντομων διηγημάτων. Δεν πρόκειται για απλό ερανισμό κειμένων της ίδιας αφηγηματικής κατηγορίας. Ο Ντανίλο Κις οργανώνει την αφήγησή του καλειδοσκοπικά. Κάθε ιστορία αποτελεί ένα στιγμιότυπο. Ο φακός εστιάζει, κάθε φορά, σε ένα συγκεκριμένο σημείο της εικόνας. Όμως, καθώς τα διηγήματα πηγαινοέρχονται μέσα στον χρόνο και τα ίδια πρόσωπα κυκλοφορούν ανάμεσά τους, η εικόνα σιγά σιγά συμπληρώνεται. Οι ήρωες δεν είναι κούφια ονόματα, έχουν συνήθειες και παρελθόν. H φύση δεν είναι ταμπλό βιβάν, σαλεύει και αλλάζει. Οι συγγραφικές νύξεις αποκτούν ξάστερο περιεχόμενο. Τα πρόσωπα και οι συμπεριφορές διατηρούν πολλαπλές όψεις. Σταθερός αφηγητής: ένα παιδί. Ένα παιδί με συγγραφική συνείδηση και μυθοπλαστική φαντασία. Παρακολουθούμε τη συγγραφική αυτοσυνειδησία να ελλοχεύει και να καθορίζει το αφηγηματικό βλέμμα. H παιδική αθωότητα υπάρχει, αλλά όχι νέτη σκέτη. Ο συγγραφέας δεν προτάσσει στην αφηγηματική μηχανή τη δήθεν παιδική αφέλεια. Τη συναιρεί με το εξ υστέρων ώριμο συγγραφικό βλέμμα.

Ο δρόμος με τις αγριοκαστανιές, μια βραδινή ενούρηση και ο φόβος της κοροϊδίας, ένα σκυλί που μιλά, ο καθαρισμός ενός κοτετσιού που γεμίζει το παιδικό κεφάλι με ψείρες, το γράψιμο μιας σχολικής έκθεσης και η βεβαιότητα ότι θα είναι η καλύτερη έκθεση της τάξης, η απώλεια μιας γκαστρωμένης αγελάδας, η δολοφονία νεογέννητων γατιών από σπαραχτική φιλανθρωπία, η καταστροφή ενός καλά θαμμένου ακριβού υφάσματος από αλογίσια κάτουρα: ορισμένα από τα θέματα των διηγημάτων της συλλογής. Το καθένα από μόνο του αποτελεί μια φλασιά οικογενειακής και τοπικής ιστορίας. Όλα μαζί, συνταιριασμένα, αποκαλύπτουν μια πολυπρισματική κινούμενη εικόνα μιας κοινωνίας, που έχει πια χαθεί.

Νοσταλγία; Ίσως. Ο Ντανίλο Κις περιγράφει έναν οριστικά χαμένο βουκολικό παράδεισο, μέσα σε μια άγρια εποχή. Τα παιδικά μάτια περιγράφουν αυτήν την βάναυση και βασανισμένη ομορφιά και ο ενσυνείδητος συγγραφέας την αποδίδει με περιγραφική εμμονή χαμένου παράδεισου. 




Στο έργο του διαπιστώνεται η επιδίωξη της τελειότητας των περιγραφών και πολύ μεγάλη επιμέλεια στις λεπτομέρειες και στο ύφος. Ο Ντανίλο Κις γράφει πεζογραφία με τον τρόπο της ποίησης: ακαριαία σύλληψη, εμμονή στη στιγμή, φράσεις που επανέρχονται και ορίζουν τον αφηγηματικό ρυθμό και τις εναλλαγές του, μικρές αφηγηματικές μονάδες. Κάποιες στιγμές, η δοσολογία γλυκίζει λίγο παραπάνω. Ένα σιρόπι νοσταλγίας καλύπτει σαν γλάσο το κείμενο. Είναι οι στιγμές που η ευαίσθητη και ασταθής ισορροπία ανάμεσα στην πεζολογική εκφορά και την ποιητική σύλληψη χάνεται. Το κείμενο γέρνει στη μεριά μιας θολής ποιητικότητας και της παρωχημένης νοσταλγίας. 

«Αν δεν είστε παιδί και υπερευαίσθητος, μπορείτε ν' αγαπάτε ένα σκύλο χωρίς απελπισία, χωρίς φόβο ότι θα τρελαθείτε, πως θα πεθάνετε από τον πόνο σας, αν σας τον πάρει ο πόλεμος...»  



Ενδιαφέρον παρουσιάζει το έργο που αφορά την προσωπική του ματιά στο χώρο της λογοτεχνίας.

Το Homo Poeticus του Ντανίλο Κις (εκδ. Scripta) ανήκει στην πολύτιμη κατηγορία των βιβλίων που γράφονται από συγγραφείς που επιθυμούν να μας εισαγάγουν στο εργαστήρι του συγγραφέα. Δεν πρόκειται όμως για ένα βιβλίο που αφορά μόνο συγγραφείς και κριτικούς της λογοτεχνίας, αλλά από εκείνα που λατρεύουν οι «επαρκείς» κατά τον Μονταίνιο, αναγνώστες της λογοτεχνίας. Γιατί σε αντίθεση με την πλειοψηφία των περιχαρακωμένων στον ακαδημαϊσμό τους πανεπιστημιακών συγγραμμάτων, μας «μαθαίνουν» να διαβάζουμε λογοτεχνία. Το βιβλίο περιλαμβάνει μαχητικά δοκίμια που δημοσιεύθηκαν ως επί το πλείστον από το 1972 έως το 1988, έναν χρόνο πριν από τον θάνατο του Κις. Τα περισσότερα και τα καλύτερα δοκίμια του βιβλίου έχουν θέμα τη λογοτεχνία. Το δοκίμιο «Το στριφτό βαρέλι του Εσερ» εντάσσεται μαζί με το θεωρητικό «Για τον πλουραλισμό», τις «Ιστορίες της παλάμης. Μια ενδεικτική ανθολόγηση του γαλλικού διηγήματος» και τις «Δύο παραλλαγές στον Φλωμπέρ» στα κείμενα που ψηλαφούν σαν τον ιατροδικαστή, την τομή που συντελέστηκε στην αντίληψη και στον τρόπο κατασκευής του έργου τέχνης από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, μέχρι σήμερα: «Με τον Φλωμπέρ αρχίζει η εποχή της “παρακμής” που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας».
Τα δοκίμια «Ηοmo Poeticus παρά ταύτα», «Λογοκρισία / Αυτολογοκρισία», «Ο γάιδαρος του Μπουριντάν ή ο συγγραφέας στο χάος του κόσμου» συγκαταλέγονται στο σχετικώς λησμονημένο είδος του πολιτικού λογοτεχνικού δοκιμίου. Παρότι η αναψηλάφηση της δυσχερούς σχέσης της πολιτικής με τη λογοτεχνία μοιάζει παρωχημένη, παρότι δηλαδή τα δοκίμια του Κις είναι σαφώς εγγεγραμμένα στην εποχή τους, δεν παύουν να είναι «κλασικά» με την πιο μεστή σημασία της λέξης. Γιατί η λογοτεχνία, όπως και κάθε τέχνη, είναι συνυφασμένη με μια σειρά θεμελιωδών οντολογικών ζητημάτων που κάθε καλλιτέχνης καλείται να επαναδιαπραγματευτεί, προκειμένου να εκφράσει τον εαυτό και την εποχή του. Αυτή την οικουμενική στην υποκειμενικότητά της απάντηση επιχειρεί να δώσει και ο Ντανίλο Κις. Τα ερωτήματα στα οποία επιχειρεί πολύ χονδρικά να απαντήσει είναι το πολυθρύλητο «Τι είναι η λογοτεχνία», «Πώς πρέπει ή (κυρίως) δεν πρέπει να γράφεται η λογοτεχνία σήμερα» και «Ποιος είναι ο ρόλος του συγγραφέα;». Ο Κις ξεκινάει από την παραδοχή -η οποία σήμερα βιώνεται νομίζω με πολύ άγριο και πιο οδυνηρό τρόπο από τους συγγραφείς- ότι η τέχνη και κατά συνέπεια η λογοτεχνία βρίσκονται σήμερα στο περιθώριο της σύγχρονης ζωής. Το μεγαλύτερο ίσως δίλημμα που απειλεί να εξουθενώσει τον συγγραφέα είναι κατά πόσο έχει σήμερα νόημα να γράφει κανείς. Τι νόημα έχει η λογοτεχνία μπροστά στον θάνατο ενός παιδιού ή όπως έλεγε ο Πωλ Γκαντέν ενώπιον του δημίου; Γιατί να μην επιλέξει κανείς την άμεση (πολιτική) δράση; Ο Κις θίγει έμμεσα το αεί παρόν καρκίνωμα του εγωισμού και της ματαιοδοξίας, τα οποία αποτελούν τα δύο βασικά ελατήρια πλήθους λογοτεχνών και καλλιτεχνών για να το υπερβεί και να περάσει στο φλέγον ζήτημα του νοήματος. «Το πρωταρχικό ζήτημα της λογοτεχνίας, καθώς και της φιλοσοφίας άλλωστε, είναι το ζήτημα του νοήματος της ύπαρξης και η βαθιά αμφιβολία για όλες τις αλήθειες: η προσπάθεια να βρεθεί νόημα στο εφήμερο του ανθρώπινου βίου». Η απάντηση την οποία μεταφέρει αυτολεξεί σε δύο δοκίμια προέρχεται από τα χείλη του συγγραφέα και κριτικού Ζαν Ρικαρντού: «Χωρίς την παρουσία της λογοτεχνίας (και τη λέξη παρουσία πρέπει να να την εκλάβουμε με όλη της τη σημασία), ο θάνατος ενός παιδιού κάπου στον κόσμο δεν θα είχε μεγαλύτερη σημασία από τον θάνατο ενός ζώου στο σφαγείο».
Το βιβλίο έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον για τον Ελληνα αναγνώστη, γιατί λειτουργεί ως μέτρο σύγκρισης αντίστοιχων περιπτώσεων. Στα εξαιρετικά δοκίμια «Εμείς τραγουδάμε στην έρημο» και «Homo Poeticus παρά ταύτα» ο Κις καταδεικνύει τα προβλήματα που ταλανίζουν μια «επαρχιακή» λογοτεχνία, όπως η σερβική, που πασχίζει να αναμετρηθεί με τα μεγάλα έργα της ευρωπαϊκής κουλτούρας: τον σκόπελο της ιδεολογίας και του εθνικισμού και την εμμονή στην ηθογραφία και στον ρεαλισμό. Τη μειονεξία και την καχεξία του Ευρωπαίου ανατολίτη.



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου